Δευτέρα 3 Φεβρουαρίου 2020

Requiem...


'Άρχισε άνεμος, μαζεύονται σύννεφα,
κουρτίνες τρεμόπαιξαν, κλείνουν οι πόρτες.
'Άνθρωποι τρέχουν γρήγορα σπίτια τους,
ζώα κρύβονται μες στις φωλιές τους.
Μωρά ουρλιάζουν, γριές γονατίζουν,
τα φώτα έσβησαν, σκοτάδι παντού...
Πνοή θανάτου σκεπάζει τα πάντα
όπως η στάχτη την Πομπηία.
Πνοή που περνάει κάτω απ' τις πόρτες·

νομίζω πως ήρθε η ώρα να βγω...

(Dies irae)
Φορώ το παλτό μου, βγαίνω στο δρόμο.
'Άδεια τα πάντα, ψυχή πουθενά.
Πάω προς τα πέρα να βγω στη πλατεία,
οι πρώτες σταγόνες δυνατά με χτυπούν.
Κάτι περνάει από μπροστά μου και πέφτει.
Κοιτάζω και βλέπω ένα πουλί.
Σηκώνω το βλέμμα ψηλά και γελάω,
"τώρα με τρόμαξες" λέω ψυχρά.
Σφίγγω τα δάχτυλα μέσα στις τσέπες

κι ανοίγω πάλι το βήμα με πείσμα...

(Domine)
Φτάνω στη γωνία, ο αέρας με σπρώχνει.
Απλώνω το χέρι να κρατηθώ.
Και τότε, νιώθω τη γη να κουνιέται,
τ' αυτιά μου ραγίζει μια βροντή.
Μια έντονη λάμψη τα μάτια μου κλείνει...
Παίρνω μια ανάσα και προχωρώ.
Φτάνω στο μέσο ακριβώς της πλατείας
-τα χέρια ανοίγω και κοιτώ προς το φως.
Μια ριπή του αέρα με σπρώχνει στο πλάι,
μα στέκομαι πάλι στα πόδια, γερά...

(Sanctus)
Ξαφνικά, ο αέρας κοπάζει.
Η λάμψη χάθηκε, μπορώ να δω.
Μια μαύρη φιγούρα στέκει μπροστά μου.
Μαύρη, τεράστια και σκυθρωπή.
'Αν κι έχει σχήμα, μοιάζει διάφανη,
ψύχρα εκπέμπει και παγωνιά.
«Τόσα χρόνια», μου λέει, «με φώναζες να 'ρθω,
και τώρα που ήρθα, στέκεις μουγκός; ».

(Agnus Dei)
« Θάνατε», λέω, «πουν' το κεντρί σου,
αυτό που έχεις και μας κεντάς;
Θαρρείς πως σκιάζομαι το μαύρο σου βλέμμα
κι ότι φοβάμαι το άσαρκο σώμα σου;
Με τόσα που τράβηξα εχθρός μου δεν είσαι.
Με τόσα που έπαθα, λυτρωτή μου σε βλέπω...» .


© Ανταίος. M. Φραγκούλης



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου